- ὑλοτόμου
- ὑλότομοςcuttingmasc/fem/neut gen sgὑλοτόμοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υλοτομικός — ή, ό / ὑλοτομικός, ή, όν, ΝΑ [υλοτόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υλοτομία 2. το θηλ. ως ουσ. η υλοτομική η τέχνη ή το επάγγελμα τού υλοτόμου … Dictionary of Greek